τεμαχίζει

τεμαχίζει
τεμαχίζω
cut up fish for salting
pres ind mp 2nd sg
τεμαχίζω
cut up fish for salting
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

  • κατακοπτικός — κατακοπτικός, ή, όν (Α) [κατακόπτω] ο κατάλληλος να τεμαχίζει. επίρρ... κατακοπτικῶς (Μ) σε μικρές ποσότητες, λειανικά …   Dictionary of Greek

  • κατακόπτης — κατακόπτης, ὁ (Α) [κατακόπτω] αυτός που τεμαχίζει …   Dictionary of Greek

  • κρεουργός — κρεουργός, όν (Α) 1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας 3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ουργός… …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπρίστης — κυμινοπρίστης, ὁ (Α) 1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο 2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] …   Dictionary of Greek

  • ανατόμος — ο, η 1. αυτός που τεμαχίζει πτώματα. 2. αυτός που ερευνά και αναλύει κάτι λεπτομερειακά: Ο Φρόιντ υπήρξε ο μεγάλος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”